φρεατία — φρεατίᾱ , φρεάτιος fem nom/voc/acc dual φρεατίᾱ , φρεάτιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱ , φρεατία tank fem nom/voc/acc dual φρεᾱτίᾱ , φρεατία tank fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱ , φρεατίας masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατία — ἡ, ΜΑ [φρέαρ, ατός] δεξαμενή … Dictionary of Greek
φρεάτια — φρεάτιον neut nom/voc/acc pl φρεάτιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίας — φρεατίᾱς , φρεάτιος fem acc pl φρεατίᾱς , φρεάτιος fem gen sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱς , φρεατία tank fem acc pl φρεᾱτίᾱς , φρεατία tank fem gen sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱς , φρεατίας masc acc pl φρεᾱτίᾱς , φρεατίας masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίαι — φρεατίᾱͅ , φρεάτιος fem dat sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίαι , φρεατία tank fem nom/voc pl φρεᾱτίᾱͅ , φρεατία tank fem dat sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίαι , φρεατίας masc nom/voc pl φρεᾱτίᾱͅ , φρεατίας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατίαν — φρεατίᾱν , φρεάτιος fem acc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱν , φρεατία tank fem acc sg (attic doric aeolic) φρεᾱτίᾱν , φρεατίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) φρεᾱτίαν , φρεατίας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… … Dictionary of Greek
υδροστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία τών υγρών και στην πίεση που ασκείται πάνω στα τοιχώματα τού αγγείου που τα περιέχει 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροστατική φυσ. κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών που έχει ως αντικείμενο την μελέτη … Dictionary of Greek
φρητία — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών εα ]. (II) ἡ, Α φρατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ < θ. φρατρ της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ρ ] … Dictionary of Greek